- βαρύστομος
- βαρύστομος, -ον (AM)αυτός που δυσκολεύεται στην ομιλία, βραδύγλωσσοςαρχ.1. εκείνος που εκστομίζει βαριά λόγια2. αυτός που προφέρεται δύσκολα3. (για όπλο) εκείνος που κόβει βαθιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρύστομος — heavy in pronunciation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύστομον — βαρύστομος heavy in pronunciation masc/fem acc sg βαρύστομος heavy in pronunciation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύστομοι — βαρύστομος heavy in pronunciation masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek